- βαρικός
- -ή, -όυγρός και έπειτα εύφορος: To ρύζι ευδοκιμεί σε βαρικά χωράφια.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
βαρικός — και βαρκός, ιά, ό [βαρύς] 1. (για τόπο) υγρός, ελώδης 2. το ουδ. ως ουσ. ελώδης τόπος … Dictionary of Greek
Manticore — For other uses, see Manticore (disambiguation). Manticore (1678) … Wikipedia
Mantikor — aus: Redgrove’s Bygone Beliefs Mantikor („Martigora“), Stich von Joannes … Deutsch Wikipedia